διάζευξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάζευξῐς | αἱ | διαζεύξεις |
| γενική | τῆς | διαζεύξεως | τῶν | διαζεύξεων |
| δοτική | τῇ | διαζεύξει | ταῖς | διαζεύξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διάζευξῐν | τὰς | διαζεύξεις |
| κλητική ὦ! | διάζευξῐ | διαζεύξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαζεύξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαζευξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
διάζευξις, -εως θηλυκό
- αποχωρισμός, διαχωρισμός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαίδων, 88b @scaife.perseus
- εἰ δὲ μή, ἀνάγκην εἶναι ἀεὶ τὸν μέλλοντα ἀποθανεῖσθαι δεδιέναι ὑπὲρ τῆς αὑτοῦ ψυχῆς μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει παντάπασιν ἀπόληται.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαίδων, 88b @scaife.perseus
- διαζύγιο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 11, 930b @scaife.perseus
- ὅσοι δʼ ἂν ἱκανῶν ὄντων παίδων, τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρεών.
- Όσοι όμως αν έχουν αρκετά παιδιά, πρέπει να πραγματοποιούν το διαζύγιο και το γάμο με σκοπό να γεράσουν μαζί και να φροντίζει ο ένας τον άλλον.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- ὅσοι δʼ ἂν ἱκανῶν ὄντων παίδων, τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρεών.
- ≈ συνώνυμα: διαζυγή, διαζύγιον, λύσις
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 11, 930b @scaife.perseus
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) η σύνδεση όρων με διάζευξη
- (ελληνιστική σημασία , μουσική) διαχωρισμός δύο τετραχόρδων
Συνώνυμα
- διαζευγμός
- διαζυγία
Αντώνυμα
- σύζευξις
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διαζεύγνυμι και ζεύγνυμι
Αναφορές
- s.v. διαζευγνύω, ζεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- διάζευξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάζευξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.