διάζευξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάζευξῐς αἱ διαζεύξεις
      γενική τῆς διαζεύξεως τῶν διαζεύξεων
      δοτική τῇ διαζεύξει ταῖς διαζεύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάζευξῐν τὰς διαζεύξεις
     κλητική ! διάζευξῐ διαζεύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαζεύξει
γεν-δοτ τοῖν  διαζευξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάζευξις < διαζεύγνυμι, διαζευγ- + -σις > -ξις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε διά- + ζεῦξις < ζεύγνυμι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διάζευξη

Ουσιαστικό

διάζευξις, -εως θηλυκό

  1. αποχωρισμός, διαχωρισμός
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Φαίδων, 88b @scaife.perseus
    εἰ δὲ μή, ἀνάγκην εἶναι ἀεὶ τὸν μέλλοντα ἀποθανεῖσθαι δεδιέναι ὑπὲρ τῆς αὑτοῦ ψυχῆς μὴ ἐν τῇ νῦν τοῦ σώματος διαζεύξει παντάπασιν ἀπόληται.
  2. διαζύγιο
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 11, 930b @scaife.perseus
    ὅσοι δʼ ἂν ἱκανῶν ὄντων παίδων, τῆς συγκαταγηράσεως ἕνεκα καὶ ἐπιμελείας ἀλλήλων τὴν διάζευξίν τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι χρεών.
    Όσοι όμως αν έχουν αρκετά παιδιά, πρέπει να πραγματοποιούν το διαζύγιο και το γάμο με σκοπό να γεράσουν μαζί και να φροντίζει ο ένας τον άλλον.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
     συνώνυμα: διαζυγή, διαζύγιον, λύσις
  3. (ελληνιστική σημασία , γραμματική) η σύνδεση όρων με διάζευξη
  4. (ελληνιστική σημασία , μουσική) διαχωρισμός δύο τετραχόρδων

Συνώνυμα

  • διαζευγμός
  • διαζυγία

Αντώνυμα

  • σύζευξις

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις διαζεύγνυμι και ζεύγνυμι

Αναφορές

  1. s.v. διαζευγνύω, ζεύω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.