δημεγέρτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δημεγέρτης | οι | δημεγέρτες |
| γενική | του | δημεγέρτη | των | δημεγερτών |
| αιτιατική | τον | δημεγέρτη | τους | δημεγέρτες |
| κλητική | δημεγέρτη | δημεγέρτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
δημεγέρτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.