δηλητήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δηλητήριον | τὰ | δηλητήριᾰ |
| γενική | τοῦ | δηλητηρίου | τῶν | δηλητηρίων |
| δοτική | τῷ | δηλητηρίῳ | τοῖς | δηλητηρίοις |
| αιτιατική | τὸ | δηλητήριον | τὰ | δηλητήριᾰ |
| κλητική ὦ! | δηλητήριον | δηλητήριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δηλητηρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δηλητηρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- δηλητήριον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δηλητήριος. Εννοείται το ουσιαστικό φάρμακον.
Ετυμολογία 2
- δηλητήριον: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δηλητήριον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δηλητήριος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δηλητήριος
Πηγές
- δηλητήριον, δηλητήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.