δευτερολεπτοδείκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δευτερολεπτοδείκτης | οι | δευτερολεπτοδείκτες |
| γενική | του | δευτερολεπτοδείκτη | των | δευτερολεπτοδεικτών |
| αιτιατική | τον | δευτερολεπτοδείκτη | τους | δευτερολεπτοδείκτες |
| κλητική | δευτερολεπτοδείκτη | δευτερολεπτοδείκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δευτερολεπτοδείκτης < δευτερόλεπτο + δείκτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.