δεσμώτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δεσμώτρια | οι | δεσμώτριες |
| γενική | της | δεσμώτριας | των | δεσμωτριών |
| αιτιατική | τη | δεσμώτρια | τις | δεσμώτριες |
| κλητική | δεσμώτρια | δεσμώτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
δεσμώτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.