δερματεμπόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δερματεμπόριο τα δερματεμπόρια
      γενική του δερματεμπορίου
& δερματεμπόριου
των δερματεμπορίων
    αιτιατική το δερματεμπόριο τα δερματεμπόρια
     κλητική δερματεμπόριο δερματεμπόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δερματεμπόριο < δέρματ(ος) + -εμπόριο

Ουσιαστικό

δερματεμπόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.