δεξιοτέχνισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεξιοτέχνισσα οι δεξιοτέχνισσες
      γενική της δεξιοτέχνισσας των δεξιοτεχνισσών
    αιτιατική τη δεξιοτέχνισσα τις δεξιοτέχνισσες
     κλητική δεξιοτέχνισσα δεξιοτέχνισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεξιοτέχνισσα < δεξιοτέχνης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

δεξιοτέχνισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.