δεινοπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεινοπάθεια οι δεινοπάθειες
      γενική της δεινοπάθειας των δεινοπαθειών
    αιτιατική τη δεινοπάθεια τις δεινοπάθειες
     κλητική δεινοπάθεια δεινοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεινοπάθεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δεινοπάθεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.