δαρβινισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δαρβινισμός οι δαρβινισμοί
      γενική του δαρβινισμού των δαρβινισμών
    αιτιατική τον δαρβινισμό τους δαρβινισμούς
     κλητική δαρβινισμέ δαρβινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαρβινισμός < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική darwinism. Αναλύεται σε Δαρβίν(ος) + -ισμός

Ουσιαστικό

δαρβινισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.