δανειοδότηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δανειοδότηση | οι | δανειοδοτήσεις |
| γενική | της | δανειοδότησης* | των | δανειοδοτήσεων |
| αιτιατική | τη | δανειοδότηση | τις | δανειοδοτήσεις |
| κλητική | δανειοδότηση | δανειοδοτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δανειοδοτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δανειοδότηση < δανειοδοτώ
Μεταφράσεις
δανειοδότηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.