δανειοδοτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
δανειοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δανειοδοτώ
- θα δανειοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δανειοδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
δανειοδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δανειοδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.