δαμαλάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δαμαλάς | οι | δαμαλάδες |
| γενική | του | δαμαλά | των | δαμαλάδων |
| αιτιατική | τον | δαμαλά | τους | δαμαλάδες |
| κλητική | δαμαλά | δαμαλάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ða.maˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐μα‐λάς
Συγγενικά
- Δαμαλάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
δαμαλάς
|
|
Πηγές
- δαμαλάς σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.