δακτυλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δακτυλισμός οι δακτυλισμοί
      γενική του δακτυλισμού των δακτυλισμών
    αιτιατική τον δακτυλισμό τους δακτυλισμούς
     κλητική δακτυλισμέ δακτυλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δακτυλισμός < δάκτυλο + -ισμός

Ουσιαστικό

δακτυλισμός αρσενικό

  • ταχεία χρήση των δακτύλων με υπερβολική επιδεξιότητα κυρίως από μουσικούς, ή ταχυδακτυλουργούς, λεπτομερείς κινήσεις ακριβείας των δακτύλων σε σύντομο χρονικά διάστημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.