δαιμονολογώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δαιμονολογώ < δαιμονολογία + -ώ → δείτε αρχαία ελληνική δαίμων δαιμονο- + -λογώ (λέγω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðe.mo.no.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δαι‐μο‐νο‐λο‐γώ
Ρήμα
δαιμονολογώ
- ασχολούμαι με δαιμονολογίες, εξετάζω δαιμονικές θρησκευτικές αντιλήψεις ή μιλάω για δαίμονες
- (μεταφορικά) μιλάω με αρνητικό και ενδεχομένως αβάσιμο τρόπο για κάποιον ή κάτι
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δαιμονολογία, δαίμονας και λέγω
Μεταφράσεις
δαιμονολογώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.