δαιμοναριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δαιμοναριά οι δαιμοναριές
      γενική της δαιμοναριάς των δαιμοναριών
    αιτιατική τη δαιμοναριά τις δαιμοναριές
     κλητική δαιμοναριά δαιμοναριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαιμοναριά < λείπει η ετυμολογία
Μια δαιμοναριά (Υοσκύαμος ο μέλας) στη Ρωσία.

Προφορά

ΔΦΑ : /ðe.mo.naɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δαιμοναριά

Ουσιαστικό

δαιμοναριά θηλυκό

  • (φυτό) υοσκύαμος (ταξινομικό είδος: Hyoscyamus niger, Υοσκύαμος ο μέλας)
    άλλες μορφές: δαιμονιαρέα (λογιότερο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.