δαιμοναριά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δαιμοναριά | οι | δαιμοναριές |
| γενική | της | δαιμοναριάς | των | δαιμοναριών |
| αιτιατική | τη | δαιμοναριά | τις | δαιμοναριές |
| κλητική | δαιμοναριά | δαιμοναριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δαιμοναριά < → λείπει η ετυμολογία

Μια δαιμοναριά (Υοσκύαμος ο μέλας) στη Ρωσία.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðe.mo.naɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δαι‐μο‐να‐ριά
Ουσιαστικό
δαιμοναριά θηλυκό
- (φυτό) υοσκύαμος (ταξινομικό είδος: Hyoscyamus niger, Υοσκύαμος ο μέλας)
- άλλες μορφές: δαιμονιαρέα (λογιότερο)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δαίμονας
Πηγές
- δαιμοναριά σελ.1737 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- σελ.343, Τόμος 15 s.v. πελελός ΙΙ: «δαιμονιαρέα» - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.