δαγκωνιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δαγκωνιάρης οι δαγκωνιάρηδες
      γενική του δαγκωνιάρη των δαγκωνιάρηδων
    αιτιατική τον δαγκωνιάρη τους δαγκωνιάρηδες
     κλητική δαγκωνιάρη δαγκωνιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δαγκωνιάρης < δαγκώνω + -ιάρης

Ουσιαστικό

δαγκωνιάρης αρσενικό

  • που προκαλεί δαγκωνιές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.