δαγκωνιάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δαγκωνιάρης | οι | δαγκωνιάρηδες |
| γενική | του | δαγκωνιάρη | των | δαγκωνιάρηδων |
| αιτιατική | τον | δαγκωνιάρη | τους | δαγκωνιάρηδες |
| κλητική | δαγκωνιάρη | δαγκωνιάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δαγκωνιάρης αρσενικό
- που προκαλεί δαγκωνιές
Μεταφράσεις
δαγκωνιάρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.