γυῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γυῖον τὰ γυῖ
      γενική τοῦ γυίου τῶν γυίων
      δοτική τῷ γυί τοῖς γυίοις
    αιτιατική τὸ γυῖον τὰ γυῖ
     κλητική ! γυῖον γυῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυίω
γεν-δοτ τοῖν  γυίοιν
Συνήθως στον πληθυντικό
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gew-

Ουσιαστικό

γυῖον ουδέτερο

  1. μέλος του σώματος
  2. πόδι
  3. χέρι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.