γυρίστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γυρίστρα | οι | γυρίστρες |
| γενική | της | γυρίστρας | των | (γυριστρών) |
| αιτιατική | τη | γυρίστρα | τις | γυρίστρες |
| κλητική | γυρίστρα | γυρίστρες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γυρίστρα < γυρίζω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γυρίστρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.