γυναικαδέλφη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυναικαδέλφη οι γυναικαδέλφες
      γενική της γυναικαδέλφης των γυναικαδελφών
    αιτιατική τη γυναικαδέλφη τις γυναικαδέλφες
     κλητική γυναικαδέλφη γυναικαδέλφες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυναικαδέλφη < μεσαιωνική ελληνική γυναικαδέλφη < γυναίκα / γυνή + αδελφή

Ουσιαστικό

γυναικαδέλφη θηλυκό (θηλυκό: γυναικάδελφος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.