γριμόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γριμόριο τα γριμόρια
      γενική του γριμορίου
& γριμόριου
των γριμορίων
    αιτιατική το γριμόριο τα γριμόρια
     κλητική γριμόριο γριμόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γριμόριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γριμόριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.