γρίπη των πτηνών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρίπη των πτηνών οι γρίπες των πτηνών
      γενική της γρίπης των πτηνών
    αιτιατική τη γρίπη των πτηνών τις γρίπες των πτηνών
     κλητική γρίπη των πτηνών γρίπες των πτηνών
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρίπη των πτηνών < γρίπη + πτηνό

Πολυλεκτικός όρος

γρίπη των πτηνών θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.