γουλιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γουλιανός | οι | γουλιανοί |
| γενική | του | γουλιανού | των | γουλιανών |
| αιτιατική | τον | γουλιανό | τους | γουλιανούς |
| κλητική | γουλιανέ | γουλιανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γουλιανός (Silurus glanis)
Ετυμολογία
- γουλιανός < αρχαία ελληνική γλάνις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣu.ʎaˈnos/
-
γουλιανός στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.