γουδόχερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γουδόχερο τα γουδόχερα
      γενική του γουδόχερου των γουδόχερων
    αιτιατική το γουδόχερο τα γουδόχερα
     κλητική γουδόχερο γουδόχερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γουδόχερο < γουδ(ί) + -ό- + χέρ(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuˈðo.çe.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γουδόχερο

Ουσιαστικό

γουδόχερο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.