γνώθι σαυτόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γνώθι σαυτόν < αρχαία ελληνική φράση "γνῶθι σαὐτόν" < γιγνώσκω + εαυτός
- Αποδίδεται στον Χείλωνα Δαμαγήτου τον Λακεδαιμόνιο, έναν απ' τους επτά σοφούς.
- Μερικοί το αποδίδουν στον Πλάτωνα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣno.θi saˈfton/
Πολυλεκτικός όρος
γνώθι σαυτόν ουδέτερο
- η αυτεπίγνωση, η αυτογνωσία
- έχει το γνώθι σαυτόν - έχει επίγνωση του εαυτού του, των ικανοτήτων του, των δυνατοτήτων του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.