γνωμοδότρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γνωμοδότρια | οι | γνωμοδότριες |
| γενική | της | γνωμοδότριας | των | γνωμοδοτριών |
| αιτιατική | τη | γνωμοδότρια | τις | γνωμοδότριες |
| κλητική | γνωμοδότρια | γνωμοδότριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γνωμοδότρια < γνωμοδότης + -τρια
Μεταφράσεις
γνωμοδότρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.