γλύτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλύτωμα τα γλυτώματα
      γενική του γλυτώματος των γλυτωμάτων
    αιτιατική το γλύτωμα τα γλυτώματα
     κλητική γλύτωμα γλυτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλύτωμα < γλυτώνω + -μα

Ουσιαστικό

γλύτωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.