γλυτωμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γλυτωμός | οι | γλυτωμοί |
| γενική | του | γλυτωμού | των | γλυτωμών |
| αιτιατική | τον | γλυτωμό | τους | γλυτωμούς |
| κλητική | γλυτωμέ | γλυτωμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γλυτωμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα τού γλυτώνω
- Οι αστυνομικοί την ετραβούσαν ωστόσο για να την πάρουν. Κ' η δυστυχισμένη εκοίταξε μία στιγμή τον Αντρέα που εχαιρότουν τώρα το γλυτωμό του, και τού 'πε παρακαλεστικά. (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η Τιμή και το Χρήμα/Κεφάλαιο ΙΒ')
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γλυτώνω
Μεταφράσεις
γλυτωμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.