γλύπτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλύπτρια οι γλύπτριες
      γενική της γλύπτριας των γλυπτριών
    αιτιατική τη γλύπτρια τις γλύπτριες
     κλητική γλύπτρια γλύπτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλύπτρια < γλύπτης + -τρια

Ουσιαστικό

γλύπτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.