γλύπτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλύπτρια | οι | γλύπτριες |
| γενική | της | γλύπτριας | των | γλυπτριών |
| αιτιατική | τη | γλύπτρια | τις | γλύπτριες |
| κλητική | γλύπτρια | γλύπτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γλύπτρια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.