γλωσσοκοπάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλωσσοκοπάνα οι γλωσσοκοπάνες
      γενική της γλωσσοκοπάνας
    αιτιατική τη γλωσσοκοπάνα τις γλωσσοκοπάνες
     κλητική γλωσσοκοπάνα γλωσσοκοπάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλωσσοκοπάνα < γλώσσα και κοπανάω

Ουσιαστικό

γλωσσοκοπάνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.