γλυκοχάραμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλυκοχάραμα τα γλυκοχαράματα
      γενική του γλυκοχαράματος των γλυκοχαραμάτων
    αιτιατική το γλυκοχάραμα τα γλυκοχαράματα
     κλητική γλυκοχάραμα γλυκοχαράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλυκοχάραμα < γλυκοχαράζει

Ουσιαστικό

γλυκοχάραμα ουδέτερο

  • το λυκαυγές, το πρώτο φως στον ουρανό πριν την ανατολή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.