γλυκοχαράζει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γλυκοχαράζει < γλυκο- + χαράζει
Ρήμα
γλυκοχαράζει
- προσωπικό ή απρόσωπο ρήμα ανατέλλει η καινούρια ημέρα με ρόδινο φως
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γλυκοχαράζει
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.