γκώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γκώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική 'γκώνω / αγκώνω / εγκώνω / ογκώνω < αρχαία ελληνική ὀγκόω / ὀγκῶ < ὄγκος
Ρήμα
γκώνω
- (ιδιωματικό, λαϊκότροπο) μπουχτίζω, αισθάνομαι κορεσμό, συνήθως απ' το πολύ φαγητό, αλλά και μεταφορικά
- ※ Προκειμένου για γλυκά, το γκώνω είναι λίγο πιο βαρύ από το λιγώνω. Σε ένα διάσημο στίχο από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη, η Ράλα διώχνει το νιο ψαρά: «Σύρε στον ουρανό σου να χαθείς και παρθενιές δε θέλω / το άσπρο κρινάνθι σου μ’ αναγουλιάει κι η γλύκα σου με γκώνει». (Νίκος Σαραντάκος, Γκώσαμε, ή μια τρύπα στα λεξικά μας, 8 Φεβρουαρίου, 2019)
- ※ Μ' είχανε γκώσει κι όλα τα «σύγχρονα» βιβλία που, γλιστρώντας όλο και πιο πολύ προς την ποίηση, προδίνανε την πεζογραφία (Διαγώνιος, 1968, σελ. 62)
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) στομώνω
- αγκώνω
- ογκώνω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη όγκος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γκώνω | έγκωνα | θα γκώνω | να γκώνω | γκώνοντας | |
| β' ενικ. | γκώνεις | έγκωνες | θα γκώνεις | να γκώνεις | γκώνε | |
| γ' ενικ. | γκώνει | έγκωνε | θα γκώνει | να γκώνει | ||
| α' πληθ. | γκώνουμε | γκώναμε | θα γκώνουμε | να γκώνουμε | ||
| β' πληθ. | γκώνετε | γκώνατε | θα γκώνετε | να γκώνετε | γκώνετε | |
| γ' πληθ. | γκώνουν(ε) | έγκωναν γκώναν(ε) |
θα γκώνουν(ε) | να γκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έγκωσα | θα γκώσω | να γκώσω | γκώσει | ||
| β' ενικ. | έγκωσες | θα γκώσεις | να γκώσεις | γκώσε | ||
| γ' ενικ. | έγκωσε | θα γκώσει | να γκώσει | |||
| α' πληθ. | γκώσαμε | θα γκώσουμε | να γκώσουμε | |||
| β' πληθ. | γκώσατε | θα γκώσετε | να γκώσετε | γκώστε | ||
| γ' πληθ. | έγκωσαν γκώσαν(ε) |
θα γκώσουν(ε) | να γκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γκώσει | είχα γκώσει | θα έχω γκώσει | να έχω γκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γκώσει | είχες γκώσει | θα έχεις γκώσει | να έχεις γκώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει γκώσει | είχε γκώσει | θα έχει γκώσει | να έχει γκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γκώσει | είχαμε γκώσει | θα έχουμε γκώσει | να έχουμε γκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γκώσει | είχατε γκώσει | θα έχετε γκώσει | να έχετε γκώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γκώσει | είχαν γκώσει | θα έχουν γκώσει | να έχουν γκώσει |
| |
Μεταφράσεις
γκώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.