γκρουπούσκουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γκρουπούσκουλο | τα | γκρουπούσκουλα |
| γενική | του | γκρουπούσκουλου | των | γκρουπούσκουλων |
| αιτιατική | το | γκρουπούσκουλο | τα | γκρουπούσκουλα |
| κλητική | γκρουπούσκουλο | γκρουπούσκουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκρουπούσκουλο < από το γαλλικό όρο groupuscules
Ουσιαστικό
γκρουπούσκουλο ουδέτερο
- μικρή ομάδα, ιδιαίτερα στην πολιτική
- ※ οι παραδοσιακοί επί δεκαετίες παμφάγοι της λογοτεχνίας, είχαν οργανωθεί σε αναρίθμητα κομματικά γκρουπούσκουλα και αφιέρωναν άπειρες ώρες γλωσσοδιάρροιας για τη διάδοση των αναγνωστικών τους προτιμήσεων (Πέτρος Τατσόπουλος, Η καλοσύνη των ξένων, εκδ. Μεταίχμιο, 2004)
Μεταφράσεις
γκρουπούσκουλο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.