γκεσέμης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γκεσέμης | οι | γκεσέμηδες |
| γενική | του | γκεσέμη | των | γκεσέμηδων |
| αιτιατική | τον | γκεσέμη | τους | γκεσέμηδες |
| κλητική | γκεσέμη | γκεσέμηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɟeˈse.mis/
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
γκεσέμης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.