γκαφατζού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκαφατζού | οι | γκαφατζούδες |
| γενική | της | γκαφατζούς | των | γκαφατζούδων |
| αιτιατική | την | γκαφατζού | τις | γκαφατζούδες |
| κλητική | γκαφατζού | γκαφατζούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκαφατζού < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.