γκαλερίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γκαλερίστας | οι | γκαλερίστες |
| γενική | του | γκαλερίστα | των | γκαλεριστών |
| αιτιατική | τον | γκαλερίστα | τους | γκαλερίστες |
| κλητική | γκαλερίστα | γκαλερίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκαλερίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική gallerista < galleria + -ista
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.