γκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκέτα | οι | γκέτες |
| γενική | της | γκέτας | των | γκετών |
| αιτιατική | την | γκέτα | τις | γκέτες |
| κλητική | γκέτα | γκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- γκέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική gheta (πρβ. ιταλική ghette)
Ουσιαστικό
γκέτα θηλυκό
- κάλυμμα της γάμπας ή του χεριού, τμήμα στολής στρατιωτών αρχικά
- περικνήμιο
- κάλτσα σωλήνα γάμπας-κνήμης (όχι κλασική μακριά κάλτσα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.