γιαπιτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιαπιτζής οι γιαπιτζήδες
      γενική του γιαπιτζή των γιαπιτζήδων
    αιτιατική τον γιαπιτζή τους γιαπιτζήδες
     κλητική γιαπιτζή γιαπιτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιαπιτζής < τουρκική yapıcı < yapı. Αναλύεται σε γιαπί + -τζής

Ουσιαστικό

γιαπιτζής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.