γιαουρτοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιαουρτοπόλεμος | οι | γιαουρτοπόλεμοι |
| γενική | του | γιαουρτοπόλεμου | των | γιαουρτοπόλεμων |
| αιτιατική | τον | γιαουρτοπόλεμο | τους | γιαουρτοπόλεμους |
| κλητική | γιαουρτοπόλεμε | γιαουρτοπόλεμοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γιαουρτοπόλεμος < γιαούρτ(ι) + -ο- + -πόλεμος
Ουσιαστικό
γιαουρτοπόλεμος αρσενικό
- παιχνίδι με πέταμα γιαουρτιών
- έκφραση χρησιμοποιούμενη σε περίπτωση εμφάνισης ισχυρού ανταγωνισμού ή διαπλοκών από εταιρείες παραγωγής ή κατασκευαστές γιαουρτιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.