γιαουρτοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιαουρτοπόλεμος οι γιαουρτοπόλεμοι
      γενική του γιαουρτοπόλεμου των γιαουρτοπόλεμων
    αιτιατική τον γιαουρτοπόλεμο τους γιαουρτοπόλεμους
     κλητική γιαουρτοπόλεμε γιαουρτοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιαουρτοπόλεμος < γιαούρτ(ι) + -ο- + -πόλεμος

Ουσιαστικό

γιαουρτοπόλεμος αρσενικό

  1. παιχνίδι με πέταμα γιαουρτιών
  2. έκφραση χρησιμοποιούμενη σε περίπτωση εμφάνισης ισχυρού ανταγωνισμού ή διαπλοκών από εταιρείες παραγωγής ή κατασκευαστές γιαουρτιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.