γιαγιούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιαγιούλα οι γιαγιούλες
      γενική της γιαγιούλας
    αιτιατική τη γιαγιούλα τις γιαγιούλες
     κλητική γιαγιούλα γιαγιούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιαγιούλα < γιαγιά + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

γιαγιούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.