γηροτρόφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | γηροτρόφος | τὸ | γηροτρόφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | γηροτρόφου | τοῦ | γηροτρόφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | γηροτρόφῳ | τῷ | γηροτρόφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | γηροτρόφον | τὸ | γηροτρόφον | ||
| κλητική ὦ! | γηροτρόφε | γηροτρόφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | γηροτρόφοι | τὰ | γηροτρόφᾰ | ||
| γενική | τῶν | γηροτρόφων | τῶν | γηροτρόφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | γηροτρόφοις | τοῖς | γηροτρόφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | γηροτρόφους | τὰ | γηροτρόφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | γηροτρόφοι | γηροτρόφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γηροτρόφω | τὼ | γηροτρόφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γηροτρόφοιν | τοῖν | γηροτρόφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γηροτρόφος, ος, ον
- που διατρέφει, περιθάλπει γέροντα, συνήθως το γονιό
Συνώνυμα
Πηγές
- γηροτρόφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γηροτρόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.