γηροτρόφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / γηροτρόφος τὸ γηροτρόφον
      γενική τοῦ/τῆς γηροτρόφου τοῦ γηροτρόφου
      δοτική τῷ/τῇ γηροτρόφ τῷ γηροτρόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν γηροτρόφον τὸ γηροτρόφον
     κλητική ! γηροτρόφε γηροτρόφον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ γηροτρόφοι τὰ γηροτρόφ
      γενική τῶν γηροτρόφων τῶν γηροτρόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς γηροτρόφοις τοῖς γηροτρόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς γηροτρόφους τὰ γηροτρόφ
     κλητική ! γηροτρόφοι γηροτρόφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γηροτρόφω τὼ γηροτρόφω
      γεν-δοτ τοῖν γηροτρόφοιν τοῖν γηροτρόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γηροτρόφος < γῆρας και -τρόφος

Επίθετο

γηροτρόφος, ος, ον

  • που διατρέφει, περιθάλπει γέροντα, συνήθως το γονιό

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.