γεωτεκτονική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωτεκτονική οι γεωτεκτονικές
      γενική της γεωτεκτονικής των γεωτεκτονικών
    αιτιατική τη γεωτεκτονική τις γεωτεκτονικές
     κλητική γεωτεκτονική γεωτεκτονικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωτεκτονική < γεω- + τεκτονική

Ουσιαστικό

γεωτεκτονική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.