γεωσύγκλινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γεωσύγκλινο | τα | γεωσύγκλινα |
| γενική | του | γεωσυγκλίνου & γεωσύγκλινου |
των | γεωσυγκλίνων |
| αιτιατική | το | γεωσύγκλινο | τα | γεωσύγκλινα |
| κλητική | γεωσύγκλινο | γεωσύγκλινα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γεωσύγκλινο ουδέτερο
- λωρίδα, ζώνη ή επιμήκης "λεκάνη" στα περιθώρια των ηπείρων της γης που δέχεται ιζήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.