γεωοικονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωοικονομία οι γεωοικονομίες
      γενική της γεωοικονομίας των γεωοικονομιών
    αιτιατική τη γεωοικονομία τις γεωοικονομίες
     κλητική γεωοικονομία γεωοικονομίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωοικονομία < γεω- + οικονομία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

γεωοικονομία θηλυκό

  • η οικονομική (νόμιμη και παράνομη) δραστηριότητα σε συσχετισμό με τις γεωγραφικές συνθήκες, το φυσικό περιβάλλον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.