γεωκαρπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γεωκαρπία | οι | γεωκαρπίες |
| γενική | της | γεωκαρπίας | των | γεωκαρπιών |
| αιτιατική | τη | γεωκαρπία | τις | γεωκαρπίες |
| κλητική | γεωκαρπία | γεωκαρπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γεωκαρπία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.