γεφυράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γεφυράς | οι | γεφυράδες |
| γενική | του | γεφυρά | των | γεφυράδων |
| αιτιατική | τον | γεφυρά | τους | γεφυράδες |
| κλητική | γεφυρά | γεφυράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη γεφυροποιός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γέφυρα
Μεταφράσεις
γεφυράς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.