γερατειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γερατειά
      γενική των γερατειών
    αιτιατική τα γερατειά
     κλητική γερατειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερατειά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γερατειά < γερατεία < τα γέρατα < αρχαία ελληνική γῆρας (με επίδραση τού γέρατα, πληθυντικός αριθμός του γέρας)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γερατειά

Ουσιαστικό

γερατειά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.