γεννήτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεννήτορας οι γεννήτορες
      γενική του γεννήτορα των γεννητόρων
    αιτιατική τον γεννήτορα τους γεννήτορες
     κλητική γεννήτορα γεννήτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεννήτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεννήτωρ από την αιτιατική «τὸν γεννήτορα»

Ουσιαστικό

γεννήτορας αρσενικό

  1. ο γονιός
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) οι πρόγονοι
  3. (προγραμματισμός) μία συνάρτηση, υπορουτίνα ή υποπρόγραμμα, η οποία κάθε φορά που καλείται παράγει μία τιμή από μία σειρά προκαθορισμένων τιμών, εφαρμόζοντας την τεχνική της «οκνηρής αποτίμησης»,

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.