γενική γραμματεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γενική γραμματεία | οι | γενικές γραμματείες |
| γενική | της | γενικής γραμματείας | των | γενικών γραμματειών |
| αιτιατική | τη | γενική γραμματεία | τις | γενικές γραμματείες |
| κλητική | γενική γραμματεία | γενικές γραμματείες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενική γραμματεία < → δείτε τις λέξεις γενικός και γραμματεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.niˈci ɣɾa.maˈti.a/
Πολυλεκτικός όρος
γενική γραμματεία θηλυκό
- διοικητικό όργανο κάποιου φορέα, υπηρεσίας ή κόμματος
- ↪Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας
- ※ Σύμφωνα με σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος, συστήνονται τρεις νέες γενικές γραμματείες και αντίστοιχες θέσεις γενικών γραμματέων, στα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας και Περιβάλλοντος.
- Τρεις νέες γενικές γραμματείες στα υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας και Περιβάλλοντος (12 Ιανουαρίου 2022), Η Καθημερινή
Μεταφράσεις
γενική γραμματεία
|
|
Πηγές
- γραμματεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.