ὑπογενειάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
- ὑπογένειον η περιοχή κάτω από το πηγούνι
- ὑπογενειάσκω : (ίσως) αρχίζω να βγάζω γένεια (δεν είναι βέβαιη ούτε η ερμηνεία ούτε η ύπαρξη της λέξης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.